θεριστῇ

θεριστῇ
θεριστής
masc dat sg (attic epic ionic)
θεριστός
balsam
fem dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κατατηρώ — παρατηρώ, εξετάζω από μακριά («κάθεται και κατατηρεί [ή κατατηρά] τον θεριστή τού κάμπου», δημ. τραγ.) …   Dictionary of Greek

  • Ιταλίας, Ιερά Μητρόπολη και Εξαρχία Νότιας Ευρώπης — Μητρόπολη με έδρα τη Βενετία, όπου υπάρχει κοινότητα ορθοδόξων Ελλήνων από το 1498. Ιδρύθηκε το 1991 με πατριαρχικό και συνοδικό τόμο και αναγνωρίστηκε από το ιταλικό κράτος ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, με προεδρικό διάταγμα στις 16… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Τηνίων Καλλιτεχνών (Πύργου Τήνου) — Ο Πύργος της Τήνου αποτελεί ένα μοναδικό φαινόμενο στην ιστορία της ελληνικής τέχνης. Εδώ γεννήθηκαν, μεγάλωσαν, έμαθαν την τέχνη του μαρμάρου και δημιούργησαν μερικά από τα σπουδαιότερα έργα τους οι γλύπτες που έπαιξαν μεγάλο ρόλο στην εξέλιξη… …   Dictionary of Greek

  • Τσίρκας, Στρατής — (Κάιρο 1911 – Αθήνα 1980). Φιλολογικό ψευδώνυμο του λογοτέχνη Γιάννη Χατζηανδρέα. Ασχολήθηκε αρχικά με την ποίηση και στράφηκε έπειτα στο διήγημα, στο μυθιστόρημα και στη μελέτη. Eμφανίστηκε για πρώτη φορά στα γράμματα στην Αίγυπτο, από τις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”